Δεν ξέρω τί με έχει πιάσει τελευταία και όλο θέλω να μιλάω, και κυρίως για άσχετα πράματα. Να, σήμερα μου ήρθε να σας πω για τον γατόπαρδο.

Ο γατόπαρδος είναι ένα ζώο ψηλό και λιγνό, με αθλητικό παράστημα. Του αρέσει να αθλείται για να κρατιέται σε φόρμα, αλλά παρά το στυλ  του γάτου – γιάπη  καμιά φορά πέφτει από το ποδήλατο.

Το όνομά του, ΓΑτόΠαρδος, είναι σύνθετο. Προέρχεται από το γάτος + παρδαλός. Φυσικά, στην πραγματικότητα η μόνη σχέση που έχει με τη γάτα είναι ότι το ηθικό του ανάστημα είναι τόσο όσο πατάει η γάτα, ενώ το παρδαλός έμεινε από τα αμερικάνικα ντυσίματα που του έκανε η μαμά του πριν περάσουν τον ωκεανό.

Παρά την ομοιότητα που το όνομά του έχει με τη γάτα, διαφέρει σε πολλά και σημαντικά σημεία από αυτήν και τα άλλα αιλουροειδή. Η γάτα είναι ζώο καθαρό και αγαπά το σπίτι της. Αντίθετα, στο θέμα της φωλιάς ο γατόπαρδος μοιάζει μάλλον με τον ασβό. Η δική του φωλιά όζει, είναι γεμάτη από γυμνοσάλιαγκες και δηλητηριώδεις  αράχνες.

Επίσης, σε αντίθεση με τα άλλα αιλουροειδή, ο γατόπαρδος κυνηγά μόνο την ημέρα. Κι αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον την ημέρα βλέπει να διαβάσει καλλίτερα αυτά που του γράφουν και δεύτερον αν και αγράμματος γνωρίζει πολύ καλά  τη λαϊκή θυμοσοφία. Και ως εκ τούτου την παροιμία που λέει ότι όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες και σκ… πατεί. Το οποίον σημαίνει ότι αυτός προτιμά να τα’χει στο κεφάλι του παρά να τα πατάει.

Το επιστημονικό του όνομα είναι Acinonyx jubatus ενώ στην καθομιλουμένη τον αποκαλούμε επίσης τσίτα ή τσιτάχ  από το ύφος της μαϊμούς που παίρνει όταν περιμένει από τα άλλα ισχυρά ζώα να του δώσουν μπανάνα.

Λέγεται ότι ο γατόπαρδος είναι το ταχύτερο χερσαίο ζώο  στον πλανήτη μας και ότι μπορεί να στρίβει χωρίς να μειώνει την ταχύτητά του. Αυτό είναι μάλλον αληθές γιατί μετακινείται αστραπιαία από το ένα μέρος στο άλλο ενώ κανένα άλλο ζώο γνωστό στον πλανήτη δεν καταφέρνει με τέτοια ταχύτητα να καταστρέφει ό,τι συναντά στο διάβα του.

Η ουρά του τον βοηθά να διατηρεί την ισορροπία του όταν τρέχει. Δυστυχώς η ουρά του δεν τον βοηθά να αντιμετωπίσει επίσης αποτελεσματικά την τρικυμία εν κρανίω που του προκαλεί η ταχύτητα.

Όταν δεν κυνηγά θηράματα, το τσίτα ξαπλώνει κάτω από τις σκιές των δέντρων και ξεκουράζεται. Εκεί καλεί και τους παχουλούς φίλους του και απεργάζονται ομού την επόμενη καταστροφική κίνησή τους. Η παρέα του έχει κάτι το ασυνήθιστο σε σχέση με όλα τα άλλα σαρκοβόρα του πλανήτη. Όλα τα ζώα το Θεού κυνηγάνε για να  επιβιώσουν. Ο γατόπαρδος και οι συν αυτώ κυνηγάνε από νοσηρή έπαρση και προκειμένου να  απολαύσουν, θεατές, τον επιθανάτιο ρόγχο των θυμάτων τους.

Η θηλυκή γεννά 3-6 μικρά τα οποία φροντίζει μόνη της μέχρι να φτάσουν την ηλικία των 18 μηνών και εγκαταλείψουν την μητέρα τους. Μέχρι τότε έχει φροντίσει να τους μεταφυτεύσει όλες τις αρετές των γατόπαρδων και κυρίως την αναγκαιότητα για εκδίκηση του γένους που προσέβαλε την μητέρα – τσιτάχ.

Τα αδέλφια όμως, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι ορατό στους πολλούς, παραμένουν και κυνηγούν μαζί, σαν ομάδα, μέχρι να γίνουν καλοί κυνηγοί. Ακόμα και της ιστορίας.

Ο γατόπαρδος μπορεί να εξημερωθεί εύκολα. Με λίγη εξουσία και ολίγο μέταλλο γίνεται πειθήνιος σαν αρνάκι. Οι αρχαίοι  Αυγύπτιοι τους χρησιμοποιούσαν για να κυνηγούν λαγούς και γαζέλες. Σήμερα το κυνήγι αυτό έχει εγκαταλειφθεί. Οι σύχρονοι παγκοσμιοποιημένοι κυνηγοί τον χρησιμοποιούν για να κυνηγά πληθυσμούς από αδύναμα ζώα και να αποδεκατίζουν τις κοινωνίες τους.

Ο γατόπαρδος είναι το ζώο που μπορεί να επιβιώσει σε όλα τα μέρη τα μέρη του πλανήτη εκτός από ένα. Μόνο στην Ελλάδα δεν μπορεί να επιβιώσει το τσιτάχ. Μπορεί καμιά φορά να ξεπέσει κανένα μπαίνοντας λάθρα στο φως του ηλίου για να κυνηγήσει αλλά είναι μετρημένες οι μέρες της ζωής του μέχρι τη νύχτα που θα φύγει με την ουρά μαζεμένη.

Αυτά ήξερα να σας πω για το γατόπαρδο. Καμιά άλλη μέρα, άμα έχω όρεξη θα σας πω για το γουρούνι που έχει και περισσότερη πλάκα.

Advertisement

Είμαι σαράντα έξι χρονών. Έμαθα να ζω με πίστη στους θεσμούς, το Νόμο, το Σύνταγμα. Έμαθα να εργάζομαι για να μπορώ να πηγαίνω τη ζωή μου παρακάτω. Έμαθα να σκορπίζω μικρά πετραδάκια στο διάβα μου για να μείνει ένα χνάρι δικό μου στον τόπο μου…

Δεν ήμουν παρούσα στην Θεσσαλονίκη. Ήμουν παρούσα στην Πάτρα. Για την ακρίβεια, ήμασταν παρούσες δυο σοβαρές συντηρητικές κυρίες, που εκεί που πίναμε χαλαρά τον καφέ μας πεταχτήκαμε αυτόματα από την καρέκλα μας για να ενωθούμε με το πλήθος, γιατί έπρεπε εκείνη την στιγμή να φωνάξουμε σε μια φωνή μαζί τους άλλους όσα τόσο καιρό ψιθυρίζαμε μεταξύ μας, όσα μας έπνιγαν και δεν αντέχαμε άλλο να τα κρατάμε καταπιεσμένα πίσω από τον καθρέφτη της τάξης και της ευπρέπειας.

Για την ακρίβεια δεν ήμασταν δυο. Ήμασταν είκοσι δυο, χίλιοι δυο. Η κραυγή ήταν πάνδημη. Βλέπετε, στην μικρή μας πόλη έχουμε το προνόμιο να γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο. Κι ήταν μαζί με μας ο συνάδελφός μας, ο συνδικαλιστής, η νοικοκυρά της διπλανής πόρτας, ο έμπορος της παραδίπλα, ο φοιτητής… όλοι. Από παντού.

Γύρισα στο σπίτι μου και με παρέλαβε το ράπισμα – δήλωση της βουλευτού «επρόκειτο για ένα γκρουπούσκουλο επικινδύνων ολίγιστων». Όχι κυρία. Ολίγιστος είναι ο κάθε ένας – μέλος της πολιτειακής σας σέχτας, τυφλός μεν τα τ’ ώτα τον τε νούν, που δεν ορά το κοινωνικό γίνεσθαι, δεν ακούει την φωνή των εντολέων του, δεν αντιλαμβάνεται την υπόγεια βοή. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ενώ δεν δύνασθε  να συμφωνήσετε στα αυτονόητα, ομόφωνα άπαντες οι μετέχοντες στην εξουσία σπεύσατε να υπερασπιστείτε αυτό που νομίζετε ότι σας ανήκει.

Και, ναι. Ήταν προσβλητική η επίθεση προς τον κ. Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αλλά τι περιμένατε άραγε; Όταν υπάρχει κρίση θεσμών, δεν είναι τουλάχιστον αναμενόμενο ότι το ίδιο το σύμβολο του θεσμού θα γίνει αντικείμενο χλεύης; Δεν είναι πολύ υποκριτικό οι «άρχοντες» του τόπου να γίνονται ξαφνικά τόσο εύθικτοι όταν το «ποίμνιό» τους τους ατενίζει στα μάτια και να επικαλούνται την Δημοκρατία όταν οι ίδιοι την έχουν εξαθλιώσει;

Ο μόνος λόγος για να σωθούν οι θεσμοί είναι να τους αποδίδουν τιμές οι ίδιοι οι φορείς τους. Μας το επιβεβαίωσε άλλωστε ο ίδιος ο Πρόεδρος με την απάντησή του [με μένα τα βάλανε; Εγώ πολέμησα για την Ελλάδα. Ήμουν αντάρτης στα δεκαπέντε μου. Ντροπή τους, και είναι και νέοι άνθρωποι], ιστάμενος κατά τι χαμηλότερα από την θέση του αξιώματός του.

Δεν θα αμφισβητήσω εγώ το αγωνιστικό παρελθόν ούτε την ευπρέπεια του ατόμου – Προέδρου. Αλλά απαγορεύεται εκ της θέσεώς του να απαντά επί προσωπικών. Απαγορεύεται για τον ίδιο λόγο να επικαλείται το αγωνιστικό του παρελθόν όταν αυτό αφορά στην περίοδο του διχασμού. Απαγορεύεται να επαναπαύεται στα αξιώματά του, σερνάμενος, σαν από εξάρτηση, ως βαρετός υπαλληλίσκος και να μην κάνει τίποτα, το παραμικρό, για την μεγαλύτερη τιμή που του απέδωσε ο λαός του: αυτήν του φύλακα του Συντάγματος. Απαγορεύεται να ξεχνά ότι τα στερνά τιμούν τα πρώτα. Απαγορεύεται να απαιτεί σεβασμό όταν ο ίδιος αδυνατεί να τον εμπνεύσει.  Απαγορεύεται να μην έχει αρθρώσει μια λέξη, έστω, μπροστά σ΄ αυτόν τον λαό τον άνω-θρώσκοντα.

Άκουσα το Μανόλη Γλέζο να κάνει πρόσφατα μια διαπίστωση: όλοι οι λαοί στις εθνικές τους επετείους εορτάζουν ενθρονίσεις μοναρχών, νίκες σε μάχες κλπ. Ο δικός μας λαός, μοναδικός σ’ όλο τον κόσμο, με τις εθνικές επετείους εορτάζει έναρξη αγώνων.

Εγώ βαθύτατα πιστεύω ότι   αυτή ακριβώς η διαπίστωση είναι και η αιτία για την οποία όσοι προχτές δήλωσαν την έναρξη του δικού τους αγώνα τίμησαν με τον καλλίτερο τρόπο τους προγόνους μας. Χαιρετίσματα, λοιπόν, στην εξουσία. Εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι.

Όταν σωρεύονται τα εγκλήματα, γίνονται αόρατα.Όταν οι τόνοι γίνονται αβάσταχτοι, δεν ακούγονται πια οι κραυγές. Και οι κραυγές πέφτουν κι αυτές σαν την καλοκαιρινή βροχή

(Μπέρτολτ Μπρεχτ)

 

 

Με καλή πρόθεση, για να καθαρίσει δηλαδή από τις ξενικές επιρροές την Ελληνική, ο Κοραής δημιούργησε την καθαρεύουσα. Μέγα λάθος, μιας και η γλώσσα δεν αποτελεί απλή παράθεση γραμμάτων λέξεων και φράσεων ούτε, φυσικά, αποτέλεσμα του εργαστηρίου. Η γλώσσα, πριν απ’ όλα, είναι σύνολο εννοιών, καθοριστικών για τη λειτουργία τής νόησής μας. Κι οι λέξεις αποτελούν θεμελιώδες μέσο επικοινωνίας και άμεση οδός πρόσβασης στον πολιτισμό του κάθε λαού.

Θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψιν ότι μετά τη διάλυση του βυζαντινού κράτους και την διασπορά κατακτητών σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου άρχισε να διαμορφώνεται η Νέα Ελληνική όπως και πολλές διάλεκτοι και ιδιώματα. Με την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους, καθώς στον τόπο μας υπάρχει πάντα κυβερνητική πολιτική και αντιπολίτευση που ανέκαθεν θεωρούσαν υποχρέωσή τους να μην συμπλέουν σε κανένα από τα μείζονα θέματα, και ενώπιον του διλήμματος για το πια γλώσσα θα πρέπει να είναι η χρησιμοποιούμενη στην εκπαίδευση και τις επίσημες εκδηλώσεις, αφού η λαϊκή γλώσσα προβαλλόταν ως ακαλλιέργητη και με αδυναμία να εκφράσει πολύπλοκες ιδέες συναισθήματα και καταστάσεις, ανέκυψε το περίφημο «γλωσσικό ζήτημα». Λες και η επιλογή γλώσσας είναι θέμα πολιτικών αποφάσεων.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι έλληνες διαφωτιστές κύριο μέλημά τους είχαν να μορφωθεί ο λαός χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του, που είναι ικανή να εκφράσει όλες τις ανθρώπινες γνώσεις και όλα τα αισθήματα. Όπως τυχαία δεν ήταν και η αντίδραση στην επιβολή της καθαρεύουσας, μιας γλώσσας κατασκευασμένης και όχι μιας γλώσσας ζυμωμένης από τις κοινωνικές σχέσεις που την καθορίζουν. Γιατί, κι αν ακόμα το γλωσσικό ζήτημα ξεκίνησε από την κονίστρα των λογοτεχνών και των εκδοτών, είναι προφανές ότι στον πυρήνα του ήταν βαθιά πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα, που οδήγησε, μάλιστα, σε δυναμικές και αιματηρές συγκρούσεις.

Μια σειρά τέτοιων επεισοδίων έλαβε χώρα ακριβώς 104 χρόνια πριν σαν και σήμερα, δηλαδή στις 3-11-1903, κι η ιστορία το θυμάται ως Ορεστειακά. Αιματηρά επεισόδια, που ξεκίνησαν από φοιτητές, με αρκετούς τραυματίες και έναν θάνατο, ακολούθησαν την πρεμιέρα της 1ης Νοεμβρίου 1903 της Ορέστειας στο Βασιλικό Θέατρο Αθηνών, η οποία ερμηνεύθηκε σε μετάφραση του Γεωργίου Σωτηριάδη, γραμμένη σε δημοτική γλώσσα

Η ιστορική αναδρομή σκοπό της δεν έχει να υπενθυμίσει γεγονότα αλά να καταδείξει την αναγκαιότητα του να μείνει η γλώσσα μας ζωντανή αλλά και πλούσια. Γιατί φοβάμαι ότι, δυστυχώς, φτώχυνε η γλώσσα μας, φτωχύναμε κι εμείς.

Τους ποιητές δεν θα ’πρεπε να τους έχουμε μόνο για το ράφι ή για επίδειξη γνώσεων. Θα ’πρεπε να τους ακούμε πιο συχνά. Ουσιαστικά. Τα λένε όλα

Τ γλσσα μο δωσαν λληνική.

τ σπίτι φτωχικ στς μμουδις το μήρου…

Μονάχη γνοια γλσσα μου στς μμουδις το μήρου…

κε σπάροι κα πέρκες

νεμόδαρτα ρήματα

ρεύματα πράσινα μς στ γαλάζια

σα εδα στ σπλάχνα μου ν’ νάβουνε

σφουγγάρια, μέδουσες

μ τ πρτα λόγια τν Σειρήνων

στρακα ρόδινα μ τ πρτα μαρα ρίγη…

Μονάχη γνοια γλσσα μου, μ τ πρτα μαρα ρίγη…

κε ρόδια, κυδώνια

θεο μελαχροινοί, θεοι κ’ ξάδελφοι

τ λάδι δειάζοντας μς στ πελώρια κιούπια.

Κα πνος π τ ρεμματι εωδιάζοντας

λυγαρι κα σχνο

σπάρτο κα πιπερόριζα

μ τ πρτα πιπίσματα τν σπίνων

ψαλμδίες γλυκς μ τ πρτα-πρτα Δόξα Σοί…

Μονάχη γνοια γλσσα μου, μ τ πρτα-πρτα Δόξα Σοί!..

κε δάφνες κα βάγια

(Οδ. Ελύτης)

Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, που μέσα της αντικατοπτρίζονται ζωές και καιροί, εποχές και φυσήματα.

Τυχεροί είμαστε γιατί γεννηθήκαμε Έλληνες, που πα να πει έχουμε μια γλώσσα ικανή να εκφράσει τα πάντα και να διδάξει τους πάντες. Η λειτουργία της ανθρώπινης σκέψης διαχρονικά και ανθρωποκεντρικά ταυτίζεται με την ελληνική σκέψη και λειτουργεί μέσα από λέξεις ελληνικές που καθιερώθηκαν στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Έννοιες-κλειδιά τού ευρωπαϊκού πολιτισμού εκφράζονται με ελληνικές λέξεις (γνωστοί θα είναι βέβαια οι δυο λόγοι που εξεφώνησε ο Ξενοφών Ζολώτας στις 26 Σεπτεμβρίου 1957 και στις 2 Οκτωβρίου 1959).

Κι όμως. Εμείς παλεύουμε, είτε μέσα απ’ τα σημεία στίξεως και τις μετοχές είτε μέσα από τον περιορισμό του λεξιλογίου στην λογιστική συναλλαγή και στην αύξηση των –ing, να συνεννοηθούμε με τους γύρω μας.

Διαστροφή και μετάλαξη παθαίνουν οι λέξεις μας. Γιατί δεν βγάζουμε με δαύτες έξω το «μέσα» μας αλλά καλύπτουμε ότι (δεν) θέλουμε να φανερώσουμε.

Γιατί, αν σκεφτόμασταν δημιουργικά, αν «δουλεύαμε» εσωτερικά τα νοήματα και τα συναισθήματα, η γλώσσα μας θα ήταν η πλουσιότερη στον κόσμο, αφού εδώ τα μεγέθη δεν είναι ποσοτικά (αριθμός λέξεων) αλλά ποιοτικά (πλούτος σκέψεων και νοημάτων). Είπαμε: εν αρχή ην ο Λόγος.

Πολλά είπα. Κι όμως καλλίτερα τα είπε από μένα, σε δυο λέξεις μέσα, και πάλι ο ποιητής.

Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις.
(Οδυσσέας Ελύτης, 8/12/1979)

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ως που vα γίνει σα μιά ξένη φορτική.

Η μέρα που γεννήθηκε ο Фёдор Михайлович Достоевский*

 

Το ουσιώδες, είναι ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας σαν το εαυτό μας, ναι, αυτό είναι το ουσιώδες και το παν, χωρίς να χρειάζεται τίποτ’ άλλο: τότε αμέσως θα ξέρουμε πώς να χτίσουμε τον παράδεισο. Κι όμως, αυτή είναι παμπάλαια αλήθεια, την έχουμε διαβάσει και αναμασήσει εκατομμύρια φορές, μα δεν παύει να είναι αποτελεσματική. «Η συνείδηση της ζωής είναι ανώτερη απ’ τη ζωή. Η γνώση των νόμων της ευτυχίας είναι ανώτερη από την ευτυχία». Αυτά πρέπει να καταπολεμήσουμε! Και θα παλέψω. Φτάνει να το θελήσουν όλοι, κι αμέσως όλα θα χτιστούν.

(επίλογος από «Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου»)

 

 

Εις μνήμην…

 

 

 

 

* Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,

τώρα, σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,

τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα,
πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της,

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό
θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου,
τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
κάνει εμετό στη σκόνη του,

ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας

κ’ ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε: -φωτιά ή μαχαίρι!

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα,
κάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
στο θάνατο – κ’ η μοίρα ό,τι θέλει ας πεί.

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αφτί,
μοιάζει μπαξές που του ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά,

Γιατί; ρωτάει, στενάζοντας η μάνα, πού’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν: πού να’ναι το παιδί!
Γιατί; ρωτάει ο σύντροφος, πού να’ναι ο αδερφός μου;

Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
κ’ οι μάνες είναι για να κλαίν’, οι άντρες για να παλεύουν,
τα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι,
το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά,
κ’ η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!

Πέστε λοιπόν στον ήλιο να’βρει ένα καινούριο δρόμο,

Φέρτε καινούρια χέρια, τι τώρα ποιός θα πάει
ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!

Ελευθερία.
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:
Ελευθερία
-για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.

(από το «Aσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»)

 

(στιγμιότυπο από την ταινία «το ξυπόλητο τάγμα»)

 

 

 

Γιατί ό,τι ιστόρησαν οι ποιητές δεν είναι αποκύημα φαντασίας

Γιατί κομμάτι του εαυτού μας είναι ό,τι έζησαν οι γονείς κι οι παππούδες μας

Γιατί η ιστορία είναι μια νέα γριά που μόνο αλλάζει φουστάνι

Γιατί το να κρατάμε μια σημαία στα χέρια δεν είναι αντικείμενο μαθητικού διαγωνισμού αλλά θέμα εθνικής συνείδησης

Γιατί ζούμε στην παγκόσμια κοινότητα αλλά έχουμε δική μας ταυτότητα

Γιατί για την ελευθερία αγωνιζόμαστε πιο πολύ στην ειρήνη παρά στον πόλεμο.

Για να μας θυμίζει τα πιο πάνω, ίσως, δεν είναι άχρηστη η εθνική επέτειος

τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

 

 

Για μένα ήταν πάντα ο αγαπημένος μήνας ο Σεπτέμβρης. Θες γιατί Σεπτέμβρη γεννήθηκα, θες γιατί το ΄κλεισα μέσα μου το καλοκαίρι, θες γιατί αρχίζει νέα εποχή – νέος χρόνος

 

 

 

 

 

Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
……………..

Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
………….

Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα από τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.

[Γιώργου Σεφέρη: ένας λόγος για το καλοκαίρι]

 

 

 

 

 

Κι ένα τραγούδι – δώρο στον εαυτό μου. Έχει λόγο υπάρξεως σήμερα, 1η του Σεπτέμβρη

 

Μέσα από άγνωστο χωριό κοντά στον Παρνασσό
ξεκίνησα για να δοκιμαστώ
κι αυτούς που με παιδέψανε σαν άγιο και Χριστό
τους έκοψα τον ένα τους μαστό
περπάτησα και πάτησα σε ζώντες και νεκρούς
ξεπέρασα τους δίσεκτους καιρούς
κι απόκτησα τον μύθο μου με στοχασμούς πικρούς
σε υπόγειους δρόμους άδειους και υγρούς

Με λεν Μαριάνθη κι είμ΄από τρελή γενιά
μισώ του κόσμου τη βία κι απονιά
χιλιάδες μάτια με κοιτούν από μακριά
και μου μετράνε της ζωής μου τα κεριά

Μιά χήρα από την Έφεσο δεν ήμουνα ποτές
δεν είχα στρατιώτες για εραστές
τα ζάρια μου τα έπαιξα στις φτωχογειτονιές
και κέντησα τον πόνο με πενιές
δεν μπόρεσα να γίνω ούτε γυναίκα ούτε ευτυχής
δεν δούλεψα σε οίκους ανοχής
και μες την αναδίπλωση της νέας εποχής
απόμεινα μια ανάμνηση ατυχής

Με λεν Μαριάνθη κι είμαι από τρελή γενιά
μισώ του κόσμου τη βία κι απονιά
χιλιάδες μάτια με κοιτούν από μακριά
και μου μετράνε της ζωής μου τα κεριά

 

Φοβάμαι

την επίγευση των καμένων καιρών

Φοβάμαι

τις κραυγές των αδίκως νεκρών

Φοβάμαι

την οδύνη των βουβών οφθαλμών

Φοβάμαι

την κατάρα των πληγέντων δρυμών

Φοβάμαι

τη σιγή των χαμένων κτηνών

Φοβάμαι

τις σκιές των άδειων σπιτιών

Φοβάμαι

τις πληγές των κρυφών μαχαιριών

Φοβάμαι

τις νεφέλες των απόντων λυγμών

Φοβάμαι

 

 

Έκανα μια βόλτα νωρίς το πρωί. Με αρκετή δροσιά και βροχούλα. Θείο δώρο η ησυχία. Το πάρκο. Τα άλογα που μασουλούσαν το χορτάρι αμέριμνα. Η λιμνούλα και τα παπάκια που έρχονταν από τα όνειρά τους σιγά-σιγά τινάζοντας τα φτερά. Ο ουρανός και τα σύννεφα. Το πρωινό φως.

Πολλά δώρα γύρω μου. Πολλά δώρα μέσα μου. Αυτά που κληρονόμησα. Αυτά που έλαβα αυτοβούλως. Αυτά που έμαθα. Αυτά που ένιωσα. Αυτά που αγόρασα. Αυτά που έχω. Από προγόνους. Συγγενείς. Πελάτες. Φίλους. Εχθρούς. Αγνώστους. Τον σύντροφό μου.

Συνηθίζω να λέω ευχαριστώ όταν παίρνω τα ρέστα από το περίπτερο. Όταν με εξυπηρετεί μια πωλήτρια. Όταν μου εύχονται στις γιορτές. Δεν είμαι η μοναδική. Όλοι το κάνουν.

Σκέπτομαι. Ότι δεν έχουμε πει, δεν έχω πει, με λόγο ή έργο, όσα «ευχαριστώ» όφειλα – οφείλω. Και δεν εννοώ αυτά που υπαγορεύουν το savoirvivre και οι νουθεσίες της μαμάς μου. Κι όμως, ένα «ευχαριστώ» δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.