Δεν ξέρω τί με έχει πιάσει τελευταία και όλο θέλω να μιλάω, και κυρίως για άσχετα πράματα. Να, σήμερα μου ήρθε να σας πω για τον γατόπαρδο.
Ο γατόπαρδος είναι ένα ζώο ψηλό και λιγνό, με αθλητικό παράστημα. Του αρέσει να αθλείται για να κρατιέται σε φόρμα, αλλά παρά το στυλ του γάτου – γιάπη καμιά φορά πέφτει από το ποδήλατο.
Το όνομά του, ΓΑτόΠαρδος, είναι σύνθετο. Προέρχεται από το γάτος + παρδαλός. Φυσικά, στην πραγματικότητα η μόνη σχέση που έχει με τη γάτα είναι ότι το ηθικό του ανάστημα είναι τόσο όσο πατάει η γάτα, ενώ το παρδαλός έμεινε από τα αμερικάνικα ντυσίματα που του έκανε η μαμά του πριν περάσουν τον ωκεανό.
Παρά την ομοιότητα που το όνομά του έχει με τη γάτα, διαφέρει σε πολλά και σημαντικά σημεία από αυτήν και τα άλλα αιλουροειδή. Η γάτα είναι ζώο καθαρό και αγαπά το σπίτι της. Αντίθετα, στο θέμα της φωλιάς ο γατόπαρδος μοιάζει μάλλον με τον ασβό. Η δική του φωλιά όζει, είναι γεμάτη από γυμνοσάλιαγκες και δηλητηριώδεις αράχνες.
Επίσης, σε αντίθεση με τα άλλα αιλουροειδή, ο γατόπαρδος κυνηγά μόνο την ημέρα. Κι αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον την ημέρα βλέπει να διαβάσει καλλίτερα αυτά που του γράφουν και δεύτερον αν και αγράμματος γνωρίζει πολύ καλά τη λαϊκή θυμοσοφία. Και ως εκ τούτου την παροιμία που λέει ότι όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες και σκ… πατεί. Το οποίον σημαίνει ότι αυτός προτιμά να τα’χει στο κεφάλι του παρά να τα πατάει.
Το επιστημονικό του όνομα είναι Acinonyx jubatus ενώ στην καθομιλουμένη τον αποκαλούμε επίσης τσίτα ή τσιτάχ από το ύφος της μαϊμούς που παίρνει όταν περιμένει από τα άλλα ισχυρά ζώα να του δώσουν μπανάνα.
Λέγεται ότι ο γατόπαρδος είναι το ταχύτερο χερσαίο ζώο στον πλανήτη μας και ότι μπορεί να στρίβει χωρίς να μειώνει την ταχύτητά του. Αυτό είναι μάλλον αληθές γιατί μετακινείται αστραπιαία από το ένα μέρος στο άλλο ενώ κανένα άλλο ζώο γνωστό στον πλανήτη δεν καταφέρνει με τέτοια ταχύτητα να καταστρέφει ό,τι συναντά στο διάβα του.
Η ουρά του τον βοηθά να διατηρεί την ισορροπία του όταν τρέχει. Δυστυχώς η ουρά του δεν τον βοηθά να αντιμετωπίσει επίσης αποτελεσματικά την τρικυμία εν κρανίω που του προκαλεί η ταχύτητα.
Όταν δεν κυνηγά θηράματα, το τσίτα ξαπλώνει κάτω από τις σκιές των δέντρων και ξεκουράζεται. Εκεί καλεί και τους παχουλούς φίλους του και απεργάζονται ομού την επόμενη καταστροφική κίνησή τους. Η παρέα του έχει κάτι το ασυνήθιστο σε σχέση με όλα τα άλλα σαρκοβόρα του πλανήτη. Όλα τα ζώα το Θεού κυνηγάνε για να επιβιώσουν. Ο γατόπαρδος και οι συν αυτώ κυνηγάνε από νοσηρή έπαρση και προκειμένου να απολαύσουν, θεατές, τον επιθανάτιο ρόγχο των θυμάτων τους.
Η θηλυκή γεννά 3-6 μικρά τα οποία φροντίζει μόνη της μέχρι να φτάσουν την ηλικία των 18 μηνών και εγκαταλείψουν την μητέρα τους. Μέχρι τότε έχει φροντίσει να τους μεταφυτεύσει όλες τις αρετές των γατόπαρδων και κυρίως την αναγκαιότητα για εκδίκηση του γένους που προσέβαλε την μητέρα – τσιτάχ.
Τα αδέλφια όμως, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι ορατό στους πολλούς, παραμένουν και κυνηγούν μαζί, σαν ομάδα, μέχρι να γίνουν καλοί κυνηγοί. Ακόμα και της ιστορίας.
Ο γατόπαρδος μπορεί να εξημερωθεί εύκολα. Με λίγη εξουσία και ολίγο μέταλλο γίνεται πειθήνιος σαν αρνάκι. Οι αρχαίοι Αυγύπτιοι τους χρησιμοποιούσαν για να κυνηγούν λαγούς και γαζέλες. Σήμερα το κυνήγι αυτό έχει εγκαταλειφθεί. Οι σύχρονοι παγκοσμιοποιημένοι κυνηγοί τον χρησιμοποιούν για να κυνηγά πληθυσμούς από αδύναμα ζώα και να αποδεκατίζουν τις κοινωνίες τους.
Ο γατόπαρδος είναι το ζώο που μπορεί να επιβιώσει σε όλα τα μέρη τα μέρη του πλανήτη εκτός από ένα. Μόνο στην Ελλάδα δεν μπορεί να επιβιώσει το τσιτάχ. Μπορεί καμιά φορά να ξεπέσει κανένα μπαίνοντας λάθρα στο φως του ηλίου για να κυνηγήσει αλλά είναι μετρημένες οι μέρες της ζωής του μέχρι τη νύχτα που θα φύγει με την ουρά μαζεμένη.
Αυτά ήξερα να σας πω για το γατόπαρδο. Καμιά άλλη μέρα, άμα έχω όρεξη θα σας πω για το γουρούνι που έχει και περισσότερη πλάκα.