Κάθε πόλη έχει τους χαρακτηριστικούς της τύπους. Η δική μου έχει κάμποσους. Άλλοι είναι ζώντες κι άλλοι τεθνεώτες, όλοι σχεδόν όμως ζωντανοί στις μνήμες μας. Πιο πολλά θα σας πω άλλη μέρα, σήμερα θα ‘θελα μόνο να σας πω ένα περιστατικό που θυμάμαι από τον Βασίλα.
Ο Βασίλας, μεγαλόσωμος, κοντοκουρεμένος και με την ευήθεια διάχυτη στο πρόσωπό του, ήταν ψυχή ευαίσθητη. Εργάτης στο φυτώριο του Δήμου ήτανε, κι εγώ μαθήτρια στο διπλανό σχολείο τον συνέλαβα μια δυο φορές, όταν νόμιζε ότι κανείς δεν τον βλέπει, να χαϊδολογάει τα φυτά και να τα κουβεντιάζει, όπως θα ‘κανε με τα μικρά που δεν απόχτησε. Συνήθως, αυτοί οι τύποι είναι θρήσκοι, γιατί μακράν από μας τα «φωτεινά πνεύματα» που περιμένουμε να κάνουνε το «κατόρθωμα» για να γελάσουμε, ο Θεός είναι ο φίλος τους που θα του πουν τα μυστικά τους και θα του γυρέψουν τη στοργή που τους λείπει. Έτσι ακριβώς ήταν κι Βασίλας. Βλάσφημος και αθυρόστομος μεν, αλλά η πίστη, πίστη.
Μεγάλη Πέμπτη βράδυ, καλή ώρα, σαν και σήμερα, η Αγία Τριάδα είναι γεμάτη από κόσμο. Η καμπάνα αφήνει λυπητερές, κοφτές ανάσες ν’ ακούγονται και να συμβάλουν στην αναβίωση του θείου πάθους. Το μόνο που ακούγεται μέσα στο ναό είναι η φωνή του ιερέα, αργή, δυνατή, ταιριαστή με τα τεκταινόμενα. Αλλά και οι λυγμοί ενός ανθρώπου από το βάθος. Είναι ο Βασίλας, που κλαίει γοερά,γιατί τη ζει τη στιγμή κι είναι βουτηγμένος στη θλίψη. Το συνήθως θορυβώδες εκκλησίασμα παρακολουθεί κατανυκτικά τη σταύρωση. Η αναπαράσταση της σταυρώσεως συνεχίζεται τελετουργικά, ο Ιησούς πάνω στο σταυρό και το πρώτο καρφί μπαίνει … τακ… Δεύτερο «τακ» δεν ακούστηκε, γιατί, αντί γι’ αυτό, ακούστηκε η φωνή του Βασίλα στεντόρεια «Πούστη Ιούδα!! Κερατά! Παλιάνθρωπε! Τον πρόδωσες τον Χριστούλη μας, καταραμένε. Στο διάολο να πας πικατάρατε!» Παύση. Παύση το εκκλησίασμα. Παύση ο ιερέας. Μόνο οι λυγμοί του Βασίλα. Και ξαφνικά: «Αλλά πού θα πας; Θα βγει μεθαύριο την Ανάσταση και θα στην γ…ήσει» Τελεία. Παύλα.
Η Μ. Πέμπτη έχει πάρει άλλο χρώμα μέσα μου, μετά το συμβάν. Πάντα όταν το θυμάμαι με πιάνουν γέλια. Στην πρώτη ανάγνωση. Στην δεύτερη όχι.
12 Απριλίου, 2007 at 14:30
Ποιά να είναι η αιτία άραγε και συσσωρεύονται τα «ανεξήγητα» φαινόμενα συμπεριφορών σ’ αυτή τη πόλη;
Κάπου στο μεσοπόλεμο θα ‘ταν, απ’ ό,τι μου διηγήθηκε η μάνα μου και επιβεβαίωσε η γιαγιά μου, όταν πέρασε από ‘κει κάποιος από τους περιοδεύοντες θιάσους, τα γνωστά μπουλούκια, και παρουσίασε το τραγικό έργο του Adolphe d’Ennery «Αι δύο ορφαναί», πολύ της μόδας τότε αφού είχε γίνει και κινηματογραφική ταινία του βωβού κινηματογράφου από τον πρωτοπόρο D.W. Griffith με τη ντίβα Lillian Gish, και που αργότερα γύρισε σε ρημέηκ ο πολύς Maurice Tourneur.
Σπαραξικάρδια η υπόθεση που παρουσίαζε τον χωρισμό δύο αδελφών, εκ των οποίων η μία τυφλή κι ανυπεράσπιστη έπεσε στα χέρια της μέγαιρας Madame Frochard (έμελλε να πολιτογραφηθή και στα ελληνικά το όνομα ως «Φροσάρα», υποδηλώνοντας την σκληρόκαρδη μέγαιρα, αυτό που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως «bitch»).
Κατά κακή για την παράσταση συγκυρία, έτυχε μεταξύ των θεατών να βρίσκεται κι ο πατριός της μάνας μου, μυστακοφόρος και μαγκουροφόρος, που όμως, όπως φαίνεται, κάτω από τον αρειμάνειο μύστακά του υπέβοσκαν εξαιρετικά τρυφερά αισθήματα. Στη θέα λοιπόν της ανυπεράσπιστης ορφανής που υπέφερε τα μύρια βάσανα υπό την εξουσία της «Φροσάρας», ο… πάπιξ δεν κρατήθηκε, εξανέστη και όρμησε στη σκηνή κραδαίνοντας τη μαγκούρα προς την άναυδη πρωταγωνίστρια, ξεστομίζοντας τα μύρια όσα.
– Μωρή καρ…λα, ξεκ…ρα, ξεσκισμένη, τι σούκανε μωρή παλιοπου…να το κακόμοιρο, το αθώο τ’ ορφανό και το βασανίζεις;
Παύση του έργου και πανζουρλισμός στην πλατεία, όπου το κοινό με ακατάσχετα γέλια και χειμαρώδη χειροκροτήματα αποθέωνε τον μαινόμενο ιππότη μπαρμπα-Χρήστο, την ώρα που οι υπόλοιποι ηθοποιοί κατέβαλλαν τιτάνια προσπάθεια για να τον συγκρατήσουν.
Δεν θα είναι τυχαίο που η καθ’ όλα υπέροχη αυτή πόλη έχει το μοναδικό καρναβάλι, που στην ουσία το διατηρεί όλο το χρόνο, με συμπεριφορές αλλιώτικες, για να μην πω αλλούτερες.
————-
Κάποια άλλη φορά θα σου πω πως πήγε η γιαγιά μου και τον περιμάζεψε από το πορνείο και τον πήγε στο σπίτι κοπανώντας τον καθ’ οδόν με την ίδια του τη μαγκούρα.
13 Απριλίου, 2007 at 22:55
Κάθε πόλη και κάθε χωριό έχει τους δικούς της τύπους. Νομίζω όμως ότι ο τρόπος που ρίχνουμε τη ματιά μας επάνω τους είναι ανάλογος με τα χρώματα που δίνουμε στον τόπο.
21 Απριλίου, 2007 at 16:16
εξαιρετικόν!