Έκανα μια βόλτα νωρίς το πρωί. Με αρκετή δροσιά και βροχούλα. Θείο δώρο η ησυχία. Το πάρκο. Τα άλογα που μασουλούσαν το χορτάρι αμέριμνα. Η λιμνούλα και τα παπάκια που έρχονταν από τα όνειρά τους σιγά-σιγά τινάζοντας τα φτερά. Ο ουρανός και τα σύννεφα. Το πρωινό φως.

Πολλά δώρα γύρω μου. Πολλά δώρα μέσα μου. Αυτά που κληρονόμησα. Αυτά που έλαβα αυτοβούλως. Αυτά που έμαθα. Αυτά που ένιωσα. Αυτά που αγόρασα. Αυτά που έχω. Από προγόνους. Συγγενείς. Πελάτες. Φίλους. Εχθρούς. Αγνώστους. Τον σύντροφό μου.

Συνηθίζω να λέω ευχαριστώ όταν παίρνω τα ρέστα από το περίπτερο. Όταν με εξυπηρετεί μια πωλήτρια. Όταν μου εύχονται στις γιορτές. Δεν είμαι η μοναδική. Όλοι το κάνουν.

Σκέπτομαι. Ότι δεν έχουμε πει, δεν έχω πει, με λόγο ή έργο, όσα «ευχαριστώ» όφειλα – οφείλω. Και δεν εννοώ αυτά που υπαγορεύουν το savoirvivre και οι νουθεσίες της μαμάς μου. Κι όμως, ένα «ευχαριστώ» δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.